τραπεζιέρης
Смотреть что такое "τραπεζιέρης" в других словарях:
τραπεζιέρης — και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν 1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος 2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. ιέρης (πρβλ. καμαρ ιέρης)] … Dictionary of Greek
τραπεζιέρης — ο θηλ. α ο τραπεζοκόμος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τραπεζιέρα — η, Ν βλ. τραπεζιέρης … Dictionary of Greek
τραπεζοκόμος — ο αυτός που υπηρετεί αυτούς που τρώνε σε γεύμα, τραπεζιέρης, σερβιτόρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)