τραπεζιέρης

τραπεζιέρης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τραπεζιέρης" в других словарях:

  • τραπεζιέρης — και τραπεζιάρης, ο, θηλ. τραπεζιέρα, Ν 1. αυτός που φροντίζει όσους γευματίζουν, τραπεζοκόμος 2. το θηλ. μοδίστρα επικεφαλής εργατριών που εργάζονται στο ίδιο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραπέζι + κατάλ. ιέρης (πρβλ. καμαρ ιέρης)] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιέρης — ο θηλ. α ο τραπεζοκόμος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζιέρα — η, Ν βλ. τραπεζιέρης …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοκόμος — ο αυτός που υπηρετεί αυτούς που τρώνε σε γεύμα, τραπεζιέρης, σερβιτόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»